ἁρπάξω

ἁρπάξω
ἁ̱ρπάξω , ἁρπάζω
snatch away
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἁρπάζω
snatch away
aor subj act 1st sg
ἁρπάζω
snatch away
fut ind act 1st sg
ἁρπάζω
snatch away
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφιχάσκω — ἀμφιχάσκω (Α) χάσκω, ανοίγω το στόμα μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χάσκω] …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • ματσούκα — και ματσούχα, η (Μ ματσούκα) χοντρό ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιροειδή όγκο, χοντρό ραβδί, μπαστούνι («θα αρπάξω καμιά ματσούκα να δεις» μσν. μτφ. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mazzoca < μσν. λατ. maxuca] …   Dictionary of Greek

  • υποδράσσομαι — και αττ. τ. ὑποδράττομαι Α προσπαθώ να πιάσω, να αρπάξω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δράσσομαι / δράττομαι «πιάνω, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”