αμφιχάσκω — ἀμφιχάσκω (Α) χάσκω, ανοίγω το στόμα μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χάσκω] … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
ματσούκα — και ματσούχα, η (Μ ματσούκα) χοντρό ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιροειδή όγκο, χοντρό ραβδί, μπαστούνι («θα αρπάξω καμιά ματσούκα να δεις» μσν. μτφ. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mazzoca < μσν. λατ. maxuca] … Dictionary of Greek
υποδράσσομαι — και αττ. τ. ὑποδράττομαι Α προσπαθώ να πιάσω, να αρπάξω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δράσσομαι / δράττομαι «πιάνω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek